ξεκαπιστρώνω

ξεκαπιστρώνω
μετ. разнуздывать, снимать узду, недоуздок

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ξεκαπιστρώνω" в других словарях:

  • ξεκαπιστρώνω — ξεκαπιστρώνω, ξεκαπίστρωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεκαπιστρώνω — αφαιρώ το καπίστρι ή τον χαλινό από υποζύγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + καπιστρώνω] …   Dictionary of Greek

  • ξεκαπιστρώνω — ξεκαπίστρωσα, ξεκαπιστρώθηκα, ξεκαπιστρωμένος, βγάζω το καπίστρι, το σκοινί με το οποίο δένουν και τραβούν τα ζώα, συνήθ. τα φορτηγά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεκαπίστρωμα — το [ξεκαπιστρώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεκαπιστρώνω …   Dictionary of Greek

  • εκχαλινώ — ἐκχαλινῶ ( όω) (Α) βγάζω το χαλινάρι, ξεχαλινώνω, ξεκαπιστρώνω …   Dictionary of Greek

  • ξεκαπίστρωτος — η, ο [ξεκαπιστρώνω] 1. (για ζώο) αυτός που δεν έχει καπίστρι ή χαλινό, αχαλίνωτος 2. (για πρόσ.) αναιδής, ανάγωγος, θρασύς …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»